Σχιζοφρένεια

Η σχιζοφρένεια είναι μια χρόνια σοβαρή νευροψυχιατρική νόσος που ανήκει στις ψυχώσεις. Πρόκειται για μια διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας του ανθρώπου που τον καθιστά ανίκανο να λειτουργεί κανονικά και συνδέεται με μια σημαντική μείωση της λειτουργικότητας σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής όπως η αυτοφροντίδα, η αυτοδιαχείριση, η εκπαίδευση, η εργασία, οι διαπροσωπικές σχέσεις και η κοινωνική ζωή. Συνήθως εμφανίζεται σε μικρή ηλικία και προσβάλλει περίπου το 1% του πληθυσμού. Αν και τα περιστατικά είναι μοιρασμένα εξίσου σε άντρες και γυναίκες, στις γυναίκες εμφανίζεται λίγο αργότερα από τους άντρες. Δεν πρόκειται για μια κληρονομική ασθένεια, αν και εμφανίζει σαφή κληρονομική προδιάθεση, αφού άτομα με οικογενειακό ιστορικό σχιζοφρένειας κινδυνεύουν περισσότερο να εμφανίσουν τη νόσο.

Σχιζοφρένεια: Παράγοντες κινδύνου

Τα αίτια της σχιζοφρένειας δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί. Η σχιζοφρένεια προσβάλλει άτομα ανεξάρτητα από το νοητικό τους επίπεδο. Ένα άτομο με νοητική στέρηση δε σημαίνει ότι έχει απαραίτητα κάποια άλλη ψυχική διαταραχή, ούτε ένα άτομο με σχιζοφρένεια σημαίνει ότι έχει μειωμένη νοημοσύνη. Η ποικιλομορφία της εικόνας και της πρόγνωσης της νόσου εδράζεται σε διάφορους παράγοντες (γενετικούς, βιολογικούς, κοινωνικούς ή περιβαλλοντολογικούς) που όταν συνυπάρχουν εμφανίζεται η νόσος. Όπως δείχνουν σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, φαίνεται ότι η σχιζοφρένεια οφείλεται σε απορρύθμιση της φυσιολογικής εγκεφαλικής λειτουργίας, με αποτέλεσμα να διαταράσσονται θεμελιώδεις νευροψυχιατρικές λειτουργίες, ενώ μπορεί να υπάρχουν και βλάβες στην αρχιτεκτονική των νευρικών κυττάρων, στη μεταξύ τους συνδεσιμότητα ή στη νευρομεταβίβαση που ευνοούν την εξέλιξη της νόσου. Επιπλέον όσον αφορά την κύηση, επικίνδυνες είναι οι συνήθειες της μητέρας ή κάποια σωματική νόσος της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και οι τραυματισμοί στην περιοχή της κεφαλής κατά την ενδομήτριο ζωή.

Σχιζοφρένεια: Συμπτώματα

Κύριο σύμπτωμα στη σχιζοφρένεια είναι οι ψευδαισθήσεις, κατά τις οποίες οι ασθενείς ακούν ή σπανίως  βλέπουν πράγματα και οι παραληρητικές ιδέες, συνήθως δίωξης αναφοράς συσχέτισης κ.α. Επίσης τα άτομα με σχιζοφρένεια παρουσιάζουν ασυνάρτητη ομιλία, διαταραχές στη συμπεριφορά, κοινωνική απόσυρση, παραμέληση ατομικής υγιεινής και διαταραχές ψυχοκινητικότητας. Η αδυναμία του ατόμου να νιώσει χαρά ή λύπη σε ανάλογα γεγονότα ή αντίθετες αντιδράσεις, αλλά και η πλήρης αποδιοργάνωση της σκέψης, της ζωής και της συμπεριφοράς είναι κάποια επιπλέον συμπτώματα που μπορούμε να συναντήσουμε σε ένα πάσχον άτομο. Οι σχιζοφρενείς μπορεί να μιλούν ασυνάρτητα, να εφευρίσκουν νέες λέξεις ή και να φαντάζονται ολόκληρες συνομιλίες. Σε αντίθεση με όσα πιστεύουν οι άνθρωποι που δεν έχουν ενημερωθεί επαρκώς για τη νόσο, ο κίνδυνος της βίας απέναντι στους άλλους είναι μικρός. Όσον αφορά τις καταχρήσεις τα άτομα με σχιζοφρένεια έχουν περισσότερες πιθανότητες να κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ, επιδεινώνοντας τα υπάρχοντα συμπτώματα.

Τα συμπτώματα της σχιζοφρένειας χωρίζονται σε θετικά και αρνητικά. Τα θετικά συμπτώματα δεν απαντώνται σε άτομα χωρίς ψυχοπαθολογία αλλά εμφανίζονται σε ανθρώπους με σχιζοφρένεια και περιλαμβάνουν παραληρητικές ιδέες, αποδιοργανωμένη σκέψη και ομιλία, ακουστικές, οπτικές, οσφρητικές και γευστικές ψευδαισθήσεις. Τα αρνητικά συμπτώματα είναι έλλειψη των κανονικών αντιδράσεων ή των φυσιολογικών διαδικασιών σκέψης και η μικρή ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή.

Σχιζοφρένεια: 5 Τύποι

Σύμφωνα με τα συμπτώματα μπορούμε να διακρίνουμε πέντε τύπους σχιζοφρένειας. Η παρανοϊκού τύπου σχιζοφρένεια έχει συμπτώματα αισθήματος καταδίωξης ή μερικές φορές η συμπεριφορά αυτή σχετίζεται με ένα διάσημο πρόσωπο ή μια πολύ μεγάλη εταιρεία που σύμφωνα με το πάσχον άτομο το παρακολουθεί και το καταδιώκει. Οι άνθρωποι με παρανοϊκή σχιζοφρένεια μπορεί να εμφανίσουν θυμό, άγχος και επιθετικότητα. Στην αποδιοργανωτική σχιζοφρένεια το άτομο εμφανίζει συμπεριφορές που δεν έχουν καμία δομή και μιλάει με τρόπο δυσνόητο, εκδηλώνοντας ακατάλληλα συναισθήματα ή αντιδράσεις που δεν έχουν σχέση με τα όσα συμβαίνουν. Σε αυτή τη φάση μπορεί να αμελεί εντελώς καθημερινές δραστηριότητες όπως είναι η προσωπική υγιεινή, η διατροφή και η εργασία. Συνεχίζοντας, στην κατατονική σχιζοφρένεια εμφανίζονται διαταραχές στον τρόπο κίνησης. Τα άτομα μπορεί να παραμείνουν ακίνητα ή να κινούνται συνεχώς ακόμη και ενώ στέκονται στην ίδια θέση. Μπορεί επίσης να μην πουν τίποτα για ώρες αλλά και να επαναλαμβάνουν διαρκώς όσα λένε. Η «αδιαφοροποίητη σχιζοφρένεια» ως όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που παρουσιάζει συμπεριφορές που ταιριάζουν σε δύο ή περισσότερους από τους άλλους τύπους σχιζοφρένειας. Τέλος, η υπολειμματική σχιζοφρένεια είναι η κατάσταση όπου το άτομο έχει περάσει στο παρελθόν τουλάχιστον μία περίοδο σχιζοφρένειας και μπορεί πια να μην εμφανίζει συμπτώματα ή μπορεί σε κάποια φάση να προκαλέσει και πάλι συμπτώματα.

Σχιζοφρένεια: Θεραπεία

Αν και δεν υπάρχει θεραπεία που να προσφέρει 100% ίαση στους ασθενείς με σχιζοφρένεια, με την κατάλληλη αντιμετώπιση πολλοί μπορούν να έχουν μια παραγωγική ζωή. Όταν ένα άτομο διαγνωσθεί με σχιζοφρένεια, τα αντιψυχωσικά φάρμακα, που μπλοκάρουν τους υποδοχείς D2 της ντοπαμίνης, αποτελούν την κύρια θεραπεία. Επίσης η ψυχοθεραπεία γνωσιακού – συμπεριφορικού τύπου είναι ωφέλιμη σε δύσκολες καταστάσεις. Το πιο σημαντικό είναι να πειστεί ο ασθενής για τη θεραπευτική αγωγή και να μη τη διακόψει. Τα άτομα με σχιζοφρένεια πρέπει να νοσηλεύονται μόνο όταν και όσο το χρειάζονται πραγματικά, δηλαδή κυρίως όταν κυριαρχούν τα οξέα συμπτώματα της νόσου που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν σε εξωτερική βάση. Η σχιζοφρένεια στις μέρες μας μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικότερα εκτός ιδρύματος, αφού ο εγκλεισμός στο ίδρυμα στερεί τον ασθενή από τα κοινωνικά ερεθίσματα, τον οδηγεί στην κοινωνική απομόνωση και συμβάλλει στη διαιώνιση των στερεοτύπων. Οι σχιζοφρενείς επίσης είναι ικανοί να πάρουν αποφάσεις για τη θεραπεία τους, αλλά αυτή τους η ικανότητα δεν είναι πάντα η ίδια σε όλες τις φάσεις της ασθένειας. Παρόλα αυτά η συμμετοχή του ασθενή και της οικογένειάς του στη λήψη αποφάσεων, βοηθάει στη συνεργασία με τους θεραπευτές και ενισχύει την τήρηση της θεραπείας.